- φλοιοβαρής
- φλοιοβαρήςheavy with barkmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλοιοβαρής — ές, ΜΑ (για δένδρα) αυτός που έχει βαρύ ή πολύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + βαρής (< βάρος), πρβλ. θυμο βαρής, νοσο βαρής] … Dictionary of Greek
φλοιοβαρῆ — φλοιοβαρής heavy with bark neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλοιοβαρής heavy with bark masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλοιοβαρής heavy with bark masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek